κύλημα

κύλημα
το [κυλώ]
περιστροφική και ορμητική πτώση, κίνηση προς τα κάτω σε επικλινή επιφάνεια («το κύλημα τού νερού»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κύλημα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κυλάω, κατρακύλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερμοκύλημα — το έρμαιο, παίγνιο («τών ανέμων ερμοκύλημα», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρμος (< έρημος) + κύλημα (< κυλώ)] …   Dictionary of Greek

  • κυλημοκυτρώ — κυλημοκυτρῶ (Μ) κάνω κωλοτούμπες, κουτρουβαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλημα (< κυλῶ) + κυτρῶ (< κυρτῶ με μετάθεση)] …   Dictionary of Greek

  • ξανακύλημα — το [ξανακυλώ] 1. κύλημα ενός πράγματος για άλλη μια φορά 2. σκάψιμο τού εδάφους σε βάθος 3. (για νόσο ή νοσούντα) υποτροπή, υποτροπίαση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”